- αντίψυχος
- ἀντίψυχος, -ον (Α)αυτός που δίνεται ως αντάλλαγμα της ζωής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντίψυχος — given for life masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίψυχον — ἀντίψυχος given for life masc/fem acc sg ἀντίψυχος given for life neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίψυχα — ἀντίψυχος given for life neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίψυχοι — ἀντίψυχος given for life masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek